- εξημέρωμα
- τό1) укрощение, приручение; 2) приобщение к цивилизации; 3) успокоение, умиротворение; смягчение; 4) рассвет;
τά εξημέρώματα — на рассвете
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τά εξημέρώματα — на рассвете
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση … Dictionary of Greek
εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξημέρωση — η το εξημέρωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)